- ζώπισσα
- η (Α ζώπισσα)νεοελλ.μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίωναρχ.1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία2. το ρετσίνι τού πεύκου.
Dictionary of Greek. 2013.